Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012
Ξενοφάνης
Εάν ποτέ ζωγράφιζαν τα
ίδια τα βόδια
με τέσσερα θα έκαναν και
το θεό τους πόδια.
Ἀλλ’ εἰ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ’> ἠὲ λέοντες ἤ
γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες,
ἵπποι μέν θ’ ἵπποισι, βόες δέ τε βουσὶν ὁμοίας καί
<κε> θεῶν ἰδέας ἔγραφον καὶ σώματ’ ἐποίουν
τοιαῦθ’ οἷόν περ καὐτοὶ δέμας εἶχον <ἕκαστοι>.
Ξενοφάνης, Αποσπάσματα,
15.
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012
Αντισθένης
Όταν λοιπόν ονείδισαν κάποιοι τον Αντισθένη
ότι συναναστρέφεται με άνθρωπους κακούς
«και οι γιατροί ευρίσκονται με άρρωστους εν γένει»
τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν έχουν πυρετούς».
Ὀνειδιζόμενός ποτ’ ἐπὶ τῷ
πονηροῖς συγγενέσθαι,
«καὶ οἱ ἰατροί,» φησί, «μετὰ τῶν
νοσούντων εἰσίν,
ἀλλ’ οὐ πυρέττουσιν.»
Διογένης Λαέρτιος,
Βίοι Φιλοσόφων, Βιβλίον 6, Αντισθένης 6.
Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012
Αρίστιππος
Απ’ τον πατέρα ζήτησε
λεφτά ένα μπαούλο
για να δεχτεί ο
Αρίστιππος το γιο του στο σχολείο.
«Μ’ αυτά που μου
εζήτησες μπορώ να πάρω δούλο».
«Αγόρασε», τ’ απάντησε,
«και τότε θα ’χεις δύο».
Συνιστάντος τινὸς αὐτῷ υἱὸν ᾔτησε πεντακοσίας
δραχμάς· τοῦ δ’ εἰπόντος,
«τοσούτου δύναμαι
ἀνδράποδον ὠνήσαθαι, «πρίω,» ἔφη, «καὶ ἕξεις δύο.»
Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίον 2, Αρίστιππος, 72.
Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012
Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012
Ανάχαρσις
Είς Έλλην τον ονείδιζε
πως είναι απ’ τη Σκυθίαν
και του ’πεν ο Ανάχαρσις
αμέσως κατευθείαν:
«Για μένα είναι όνειδος,
μου λέγεις, η πατρίδα
εσύ είσαι της πατρίδας
σου όπως θωρώ και είδα».
Ὀνειδιζόμενος ὑπὸ Ἀττικοῦ ὅτι Σκύθης ἐστίν, ἔφη,
«ἀλλ’ ἐμοῦ μὲν ὄνειδος ἡ πατρίς, σὺ δὲ τῆς πατρίδος.»
Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, Βιβλίον 1, Ανάχαρσις 205
Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012
Ν’ ακούσει τον καλούσανε έναν που εμιμείτο
της αηδόνος τη φωνή, τι άριστος που ήτο.
Όμως ο Αγησίλαος ηρνείτο επιμόνως:
«Έχω ακούσει τη φωνή αυτής της αηδόνος».
Τοῦ δὲ μιμουμένου τὴν τῆς ἀηδόνος φωνὴν ἀκοῦσαι
παρακαλούμενος παρῃτήσατο φήσας «αὐτᾶς
ἄκουκα πολλάκις.»
Πλουτάρχου Ηθικά,
Αποφθέγματα Λακωνικά, Αγησίλαος 58.
Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012
Διογένης
Ο Διδύμων επάσχιζε –
μοιχός ήταν ο τύπος –
το μάτι ενός κοριτσιού
να γιάνει ο κακομοίρης.
«Πρόσεξε», του εφώναξε ο
Διογένης, «μήπως
γιατρεύοντας τον
οφθαλμόν την κόρη διαφθείρεις».
Πρὸς Διδύμωνα τὸν μοιχὸν ἰατρεύοντά ποτε κόρης
ὀφθαλμόν, «ὅρα,» φησί, «μὴ τὸν
ὀφθαλμόν τῆς
παρθένου θεραπεύων τὴν κόρην φθείρῃς.»
Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίον 6, Διογένης, 68
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)